Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

τὰ μὴ ἓν ὄντα

См. также в других словарях:

  • όντα — ὄντα και επικ. τ. ἐόντα, τὰ (Α) βλ. ον …   Dictionary of Greek

  • ὄντα — εἰμί sum pres part act masc acc sg εἰμί sum pres part act neut nom/voc/acc pl ὄντα sum neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τὸν γάρ οὐκ ὅντα ἂπας εἴωθεν ἐπαινεῖν. — τὸν γάρ οὐκ ὅντα ἂπας εἴωθεν ἐπαινεῖν. См. Покойника не поминай лихом …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • ὄνθ' — ὄντα , εἰμί sum pres part act masc acc sg ὄντα , εἰμί sum pres part act neut nom/voc/acc pl ὄντι , εἰμί sum pres part act masc/neut dat sg ὄντε , εἰμί sum pres part act masc/neut nom/voc/acc dual ὄνθε , ὄνθος dung masc voc sg ὄντα , ὄντα sum neut …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄντ' — ὄντα , εἰμί sum pres part act masc acc sg ὄντα , εἰμί sum pres part act neut nom/voc/acc pl ὄντι , εἰμί sum pres part act masc/neut dat sg ὄντε , εἰμί sum pres part act masc/neut nom/voc/acc dual ὄντα , ὄντα sum neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οὐσί — ὄντα sum neut dat pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή …   Dictionary of Greek

  • Αριστοτέλης — I (Στάγειρα Χαλκιδικής 384 π.Χ. – Χαλκίδα 322 π.Χ.).Φιλόσοφος. Γιος του Νικόμαχου, προσωπικού γιατρού του βασιλιά της Μακεδονίας Αμύντα Γ’, ορφανός από πολύ νωρίς, ανατρέφεται από τον Πρόξενο τον Αταρνέα. Το 367 π.Χ., σε ηλικία δεκαεπτά ετών,… …   Dictionary of Greek

  • ζωή — Παρότι τα ουσιώδη χαρακτηριστικά της ζ. αποτελούν ακόμα αντικείμενο συζητήσεων, μπορούμε να δεχτούμε τον ορισμό ότι: ζωντανό είναι το ον εκείνο που, εξατομικευμένο στο περιβάλλον για έναν καθορισμένο χρόνο, έχει την ικανότητα να διατρέφεται, να… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • ВИКТОРИН МАРИЙ — [Гай Марий Викторин; лат. Gajus Marius Victorinus] (между 281 и 291, Сев. Африка между 382 и 386, Рим), богослов, философ и ритор. В. М. род. в рим. пров. Африка, где получил хорошее риторическое образование, начал преподавательскую деятельность… …   Православная энциклопедия

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»